Η σημερινή ανάρτηση είναι απόσπασμα άρθρου του Noam Chomsky, από το συλλογικό βιβλίο των Noam Chomsky, Ramsey Clark, Edward Said, "Νέα Τάξη. Μυστικά και Ψέματα" [εκδοτικό Νέα Σύνορα, 2000]. Η φωτογραφία είναι επιλογή δική μου. Ο Noam Chomsky είναι καθηγητής γλωσσολογίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης [MIT], ο Edward Said είναι Παλαιστίνιος και καθηγητής ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο Ramsey Clark υπήρξε πρώην Γενικός Εισαγγελέας στις ΗΠΑ επί Προεδρίας Τζόνσον, σήμερα είναι Δικηγόρος.
Ο ρόλος των ΜΜΕ στη σύγχρονη πολιτική μας αναγκάζει να θέσουμε το ερώτημα, σε τι είδους κόσμο και σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζούμε, και συγκεκριμένα, με ποια έννοια της Δημοκρατίας θέλουμε η κοινωνία μας να είναι μια δημοκρατική κοινωνία; Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με την αντιπαράθεση δυο διαφορετικών αντιλήψεων περί Δημοκρατίας.
Η μια αντίληψη της Δημοκρατίας πρεσβεύει ότι η δημοκρατική κοινωνία είναι αυτή στην οποία οι πολίτες έχουν τα μέσα για να συμμετέχουν κατά ένα σημαντικό τρόπο στη διαχείριση των υποθέσεων τους και τα μέσα ενημέρωσης είναι ελεύθερα και ανοιχτά για όλους. Αν ψάξετε στο λεξικό για τη λέξη Δημοκρατία θα βρείτε ένα ορισμό που θα είναι κάπως έτσι. Μια εναλλακτική αντίληψη της Δημοκρατίας είναι αυτή όπου οι πολίτες πρέπει να είναι αποκλεισμένοι από τη διαχείριση των υποθέσεων τους και τα μέσα ενημέρωσης να είναι πολύ αυστηρά ελεγχόμενα. Η δεύτερη μπορεί να ακούγεται σα μια παράξενη αντίληψη για τη Δημοκρατία, αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτή είναι η επικρατούσα αντίληψη. Στη πραγματικότητα, αυτή η αντίληψη υπάρχει εδώ και πολύ καιρό, όχι μόνο στη πράξη, αλλά ακόμη και στη θεωρία.
Η ιστορία της πάει πίσω στις πρώτες σύγχρονες δημοκρατικές επαναστάσεις στην Αγγλία του 17 ου αιώνα, η οποία κατά πολύ εκφράζει αυτή την αντίληψη.
Ας αρχίσουμε με το πρώτο κρατικό εγχείρημα προπαγάνδας. Αυτό έγινε υπό την κυβέρνηση του Γούντροου Ουίλσον. Ο Ουίλσον εκλέχτηκε πρόεδρος το 1916 με την κομματική διακήρυξη «Ειρήνη Χωρίς Νίκη». Αυτό έγινε ακριβώς στη μέση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο πληθυσμός είχε άκρως ειρηνιστικές ιδέες και πίστευε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμμετέχει σε ένα Ευρωπαϊκό πόλεμο. Η Κυβέρνηση του Ουίλσον ήταν στη πραγματικότητα δεσμευμένη στο πόλεμο και έπρεπε να κάνει κάτι γι΄ αυτό. Ίδρυσε μια κυβερνητική επιτροπή προπαγάνδας, την αποκαλούμενη Επιτροπή Κρίλ η οποία πέτυχε, μέσα σε έξι μήνες, να μετατρέψει τον φιλειρηνικό πληθυσμό σε υστερικούς πολεμοκάπηλους που ήθελαν να καταστρέψουν καθετί Γερμανικό, να ξεσκίσουν τους Γερμανούς απ΄ άκρου εις άκρο, να πάνε στο πόλεμο και να σώσουν τον κόσμο. Αυτό ήταν μεγάλο κατόρθωμα το οποίο οδήγησε σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κατόρθωμα. Ακριβώς εκείνο τον καιρό και μετά το πόλεμο οι ίδιες τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν για να διεγείρουν ένα υστερικό Κόκκινο Φόβο, όπως ονομάστηκε, ο οποίος κατάφερε πολύ καλά να καταστρέψει τα συνδικάτα και να εξαλείψει τέτοια επικίνδυνα προβλήματα όπως η Ελευθερία του Τύπου και της πολιτικής σκέψης. Υπήρξε πολύ ισχυρή υποστήριξη από τα ΜΜΕ, από το επιχειρηματικό κατεστημένο, που για την ακρίβεια οργάνωσε και έφερε σε πέρας το μεγαλύτερο μέρος του έργου αυτού το οποίο αποτέλεσε, γενικά, μια μεγάλη επιτυχία.
Μέσα σε αυτούς που πήραν μέρος δυναμικά και με ενθουσιασμό στον πόλεμο του Ουίλσον ήταν οι προοδευτικοί διανοούμενοι, άνθρωποι του κύκλου του Τζων Ντιούι, που αισθάνονται μεγάλη περηφάνια, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και από τα γραπτά τους εκείνου του καιρού, διότι κατάφεραν να δείξουν πως αυτοί που ονόμαζαν «τα πιο έξυπνα μέλη της κοινωνίας», δηλαδή οι ίδιοι, ήταν ικανοί να οδηγήσουν ένα απρόθυμο πληθυσμό σε πόλεμο, τρομοκρατώντας τον και προκαλώντας σοβινιστικό φανατισμό. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν γι΄ αυτό ήταν εκτεταμένα. Για παράδειγμα, υπήρχε μια σοβαρή προσπάθεια να κατασκευάσουν ωμότητες για τους Ούννους, μικρά παιδιά στο Βέλγιο με τα χέρια τους κομμένα, όλα τα απαίσια πράγματα που ακόμη διαβάζουμε στα ιστορικά βιβλία. Πολλά από αυτά ήταν εφευρέσεις του βρετανικού υπουργείου Προπαγάνδας, του οποίου η δέσμευση εκείνο τον καιρό, όπως το τοποθετούν στις μυστικές τους διαβουλεύσεις, ήταν να «κατευθύνει τις σκέψεις του περισσότερου κόσμου». Αλλά ακόμη πιο αποφασιστικά ήθελαν να ελέγχουν τη σκέψη των πιο έξυπνων ατόμων της κοινωνίας των ΗΠΑ, που θα μπορούσαν τότε να διασπείρουν τη προπαγάνδα την οποία κατασκεύαζαν και να μετατρέψουν τη φιλειρηνική χώρα σε υστερική υπέρ του πολέμου. Αυτό απέδωσε. Απέδωσε πολύ καλά. Και έδωσε ένα μάθημα: η κρατική προπαγάνδα, όταν υποστηρίζεται από τις μορφωμένες τάξεις και καμιά εκτροπή δεν επιτρέπεται από αυτή, μπορεί να έχει μεγάλα αποτελέσματα. Ήταν ένα μάθημα που έμαθε ο Χίτλερ και πολλοί άλλοι και το εφαρμόζουν μέχρι σήμερα.
Η Δημοκρατία του Θεατή.
Άλλη μια ομάδα που εντυπωσιάστηκε από αυτές τις επιτυχίες ήταν οι θεωρητικοί της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και οι μεγάλες μορφές των ΜΜΕ, όπως για παράδειγμα ο Ουόλτερ Λίπμαν, ο «προκαθήμενος» των Αμερικανών δημοσιογράφων, ένας μεγάλος επικριτής της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και επίσης ένας μεγάλος θεωρητικός της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αν διαβάσετε τη συλλογή δοκιμίων του θα δείτε ότι τιτλοφορούνται κάπως έτσι: «Μια προοδευτική θεωρία για τη Φιλελεύθερη Δημοκρατική Σκέψη». Ο Λίπμαν αναμείχθηκε με αυτές τις επιτροπές προπαγάνδας και αναγνώρισε τα κατορθώματα τους. Υποστήριξε ότι αυτό που ονόμαζε μια «επανάσταση στη τέχνη της Δημοκρατίας» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να «κατασκευάσουν συγκαταθέσεις», δηλαδή να πείσουν το κομμάτι εκείνων των πολιτών για πράγματα που διαφωνούσε με τη βοήθεια καινούργιων τεχνικών προπαγάνδας. Ακόμη σκέφθηκε ότι αυτό ήταν καλή ιδέα, για την ακρίβεια, ήταν αναγκαίο. Ήταν αναγκαίο γιατί, όπως το έθεσε, «τα κοινά συμφέροντα διαφεύγουν από την κοινή γνώμη τελείως» και μπορεί μόνο να τα καταλάβει και να τα χειριστεί μια «ειδικευμένη ομάδα» από «υπεύθυνους ανθρώπους» οι οποίοι είναι αρκετά έξυπνοι για να τα καταφέρουν. Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι μόνο μια μικρή επίλεκτη ομάδα, η κοινότητα των διανοουμένων, για την οποία οι άνθρωποι του Ντιούι μιλούσαν, μπορούσε να κατανοήσει τα κοινά συμφέροντα, για τα οποία όλοι νοιαζόμαστε, και ότι αυτά τα πράγματα «διαφεύγουν από την κοινή γνώμη». Αυτή είναι μια άποψη που γυρνάει εκατοντάδες χρόνια πίσω. Είναι επίσης μια τυπική λενινιστική άποψη. Πράγματι, μοιάζει πάρα πολύ με τη λενινιστική αντίληψη όπου μια πρωτοπορία από επαναστάτες διανοούμενους αναλαμβάνει τη κρατική εξουσία, χρησιμοποιώντας λαϊκές επαναστάσεις, ως τη δύναμη που θα τους έφερνε στην εξουσία και οδηγώντας μετά τις ηλίθιες μάζες σε ένα μέλλον που είναι πολύ χαζές και ανίκανες να οραματιστούν για τους εαυτούς τους. Η φιλελεύθερη αντίληψη περί Δημοκρατίας και ο Μαρξισμός-Λενινισμός έχουν πολύ κοντινές ιδεολογικές υποθέσεις. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν να σύρονται εύκολα από τη μια θέση στην άλλη, χωρίς να νιώθουν κάποιο αίσθημα αλλαγής. Είναι μόνο ένα ζήτημα εκτίμησης που βρίσκεται η δύναμη. Μπορεί να γίνει μια λαϊκή επανάσταση, και αυτό θα μας κάνει να αναλάβουμε την κρατική εξουσία, αλλά μπορεί και να μη γίνει, και σε αυτή τη περίπτωση θα δουλέψουμε για τους ανθρώπους με αληθινή δύναμη: το επιχειρηματικό κατεστημένο. Αλλά εμείς θα κάνουμε το ίδιο ακριβώς πράγμα: θα οδηγούμε τις ηλίθιες μάζες σε ένα κόσμο που είναι πολύ χαζές να τον κατανοήσουν μόνες τους.
Ο Λίπμαν το υποστήριξε αυτό με μια πολύ καλά επεξεργασμένη θεωρία για τη σύγχρονη Δημοκρατία. Υποστήριξε ότι σε μια Δημοκρατία που λειτουργεί σωστά, υπάρχουν τάξεις πολιτών. Υπάρχει πρώτ΄ απόλα, η τάξη των πολιτών που πρέπει να συμμετέχουν ενεργητικά στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Αυτή είναι η ειδικευμένη τάξη. Είναι οι άνθρωποι που αναλύουν, εκτελούν, παίρνουν αποφάσεις και διαχειρίζονται τα πράγματα στα πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά συστήματα. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Φυσικά, οποιοσδήποτε προτείνει αυτές τις ιδέες πάντα είναι μέλος αυτής της μικρής ομάδας, και μιλά για τι θάπρεπε να κάνουν γι΄ αυτούς τους άλλους. Αυτούς τους άλλους, αυτούς έξω από τη μικρή ομάδα, τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, το «κοπάδι που τάχει χαμένα» όπως έλεγε ο Λίπμαν. Πρέπει να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από το «ποδοπάτημα και το βρυχηθμό του ζαλισμένου κοπαδιού». Τώρα υπάρχουν δυο «λειτουργίες» σε μια Δημοκρατία: η ειδικευμένη τάξη, οι υπεύθυνοι άνθρωποι διεξάγουν την εκτελεστική λειτουργία, που σημαίνει ότι αυτοί είναι που σκέφτονται, σχεδιάζουν και καταλαβαίνουν τα κοινά συμφέροντα. Μετά είναι και το ζαλισμένο κοπάδι, κι αυτό έχει μια λειτουργία στη Δημοκρατία. Η λειτουργία του σε μια Δημοκρατία, είπε, συνίσταται στο να αποτελεί τους «θεατές» και όχι τους συμμετέχοντες στη δράση. Αλλά έχει κάτι περισσότερο από αυτή τη λειτουργία, γιατί υπάρχει Δημοκρατία. Περιστασιακά επιτρέπεται να ρίχνει το βάρος του στο ένα ή το άλλο μέλος της ειδικευμένης τάξης. Με άλλα λόγια, επιτρέπεται στα μέλη του κοπαδιού να πουν, «σε θέλουμε για αρχηγό μας» ή «θέλουμε εσένα για αρχηγό μας». Κι αυτό επειδή υπάρχει Δημοκρατία και όχι απολυταρχία. Αυτό λέγεται εκλογές. Αλλά αφού έχουν εκλέξει το ένα ή το άλλο μέλος της ειδικευμένης τάξης υποτίθεται ότι βυθίζονται πάλι και γίνονται θεατές της δράσης και όχι συμμετέχοντες. Αυτή είναι μια Δημοκρατία που λειτουργεί σωστά.
Και υπάρχει λογική σ΄ αυτό. Υπάρχει ακόμα ένα είδος αναγκαστικής ηθικής αρχής. Η αναγκαστική ηθική αρχή είναι ότι η μάζα του κοινού είναι πολύ ηλίθια για να μπορεί να κατανοεί τα πράγματα. Εάν επιχειρήσουν αυτοί οι άνθρωποι να συμμετέχουν στη διαχείριση των δικών τους υποθέσεων, το μόνο που θα προκαλέσουν είναι προβλήματα. Συνεπώς, θα ήταν ανήθικο και μη αρμόζον να τους επιτρέψουμε να το κάνουν. Πρέπει να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι, να μην επιτρέψουμε στο ζαλισμένο κοπάδι να οργιστεί και να τσαλαπατήσει και να καταστρέψει πράγματα. Είναι ακριβώς η ίδια λογική που λέει ότι δεν είναι σωστό να αφήνεις ένα τρίχρονο παιδί να τρέχει μέσα στο δρόμο. Δε παρέχεις σε ένα παιδί τριών χρονών αυτό το είδος της ελευθερίας, διότι δε ξέρει πώς να χειριστεί αυτή την ελευθερία. Αντίστοιχα, δεν επιτρέπεις στο ζαλισμένο κοπάδι να συμμετέχει στη δράση. Θα προκαλέσει μπελάδες.
Έτσι χρειαζόμαστε κάτι να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι, και αυτό το κάτι είναι η νέα επανάσταση στη τέχνη της Δημοκρατίας: η κατασκευή συναίνεσης. Τα μέσα ενημέρωσης, τα σχολεία και η λαϊκή κουλτούρα πρέπει να καταμεριστούν. Για τη πολιτική τάξη και αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις πρέπει να εξασφαλίσουμε μια ανεκτή αίσθηση της πραγματικότητας, αν και σ΄ αυτούς πρέπει να ενσταλαχθούν οι κατάλληλες πεποιθήσεις. Όμως θυμηθείτε, υπάρχει μια μη εκφρασμένη προϋπόθεση εδώ. Η μη εκφρασμένη προϋπόθεση-που ακόμη και οι υπεύθυνοι άνθρωποι πρέπει να την αποκρύπτουν από τους εαυτούς τους-σχετίζεται με το ερώτημα πως θα τα καταφέρουν να κερδίσουν την εξουσία ώστε να παίρνουν τις αποφάσεις. Ο τρόπος για να το πετύχουν είναι, βεβαίως, με το να υπηρετούν τους ανθρώπους που έχουν αληθινή δύναμη. Οι άνθρωποι με αληθινή δύναμη είναι οι κατέχοντες την κοινωνία, μια πολύ μικρή ομάδα. Εάν η τάξη των ειδικών μπορεί να συναινέσει και να πει, «εγώ μπορώ να εξυπηρετήσω τα συμφέροντα σας», τότε τα μέλη της θα γίνουν τμήμα της ομάδας των εκτελεστικών στελεχών. Αλλά θα πρέπει να κρατηθεί ήσυχη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τους έχουμε ενσταλάξει πεποιθήσεις και δόγματα ότι θα υπηρετούν τα συμφέροντα της ιδιωτικής εξουσίας. Εάν δεν μπορούν να αναπτύξουν αυτή την ικανότητα, δε θα ενταχθούν στη τάξη των ειδικών. Έτσι έχουμε ένα είδος εκπαιδευτικού συστήματος που απευθύνεται στους υπεύθυνους ανθρώπους, στη τάξη των ειδικών. Πρέπει να εμποτιστούν βαθιά με τις αξίες και τα συμφέροντα της ιδιωτικής εξουσίας και του κρατικοεταιρικού συμπλέγματος που τα αντιπροσωπεύει. Εάν μπορέσουν να το επιτύχουν, μπορούν να ενταχθούν στην τάξη των ειδικών. Οι υπόλοιποι του ζαλισμένου κοπαδιού θα πρέπει να αποπροσανατολιστούν. Να στρέψουμε τη προσοχή τους σε κάτι άλλο. Να τους κρατήσουμε μακριά από μπελάδες. Να σιγουρέψουμε ότι θα παραμείνουν, κυρίως, θεατές της δράσης, που κατά περιόδους θα δανείζουν τη δύναμη τους στον ένα ή στον άλλο πραγματικό ηγέτη, που επιλέγεται, ίσως, από τις γραμμές τους.
Αυτή η άποψη έχει αναπτυχθεί από πολλούς άλλους ανθρώπους. Στη πραγματικότητα, είναι πολύ συμβατική. Για παράδειγμα, ο εξέχων θεολόγος και επικριτής της εξωτερικής πολιτικής Ράινχολντ Νίμπουρ, που μερικές φορές αποκαλούνταν «ο θεολόγος του κατεστημένου», ο γκουρού Τζωρτζ Κέναν και οι διανοούμενοι του Κένεντι αποφάνθηκαν ότι ο ορθολογισμός είναι μια ικανότητα που περιορίζεται σε πολύ στενό κύκλο ανθρώπων. Οι περισσότεροι άνθρωποι καθοδηγούνται από το συναίσθημα και την παρόρμηση. Εκείνοι από εμάς που έχουν ορθολογισμό πρέπει να δημιουργήσουν τις «αναγκαίες ψευδαισθήσεις» και το συγκινησιακό δυναμικό των «υπεραπλουστεύσεων» για να κρατήσουν τα απλοϊκά κουτορνίθια λίγο πολύ σε συντεταγμένη πορεία. Αυτό έγινε ουσιώδες τμήμα της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Χάρολντ Λάσγουελ, ιδρυτής του σύγχρονου επιστημονικού κλάδου της επικοινωνίας και ένας από τους εξέχοντες Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, εξήγησε ότι, δεν θα έπρεπε να υποκύψουμε στους «δημοκρατικούς δογματισμούς ότι οι άνθρωποι είναι οι καλύτεροι κριτές των συμφερόντων τους». Διότι δεν είναι. Εμείς είμαστε οι καλύτεροι κριτές των δημοσίων συμφερόντων. Συνεπώς, εκτός της συνηθισμένης ηθικότητας, πρέπει να σιγουρέψουμε ότι δε θα έχουν την ευκαιρία να δράσουν στη βάση των εσφαλμένων εκτιμήσεων τους. Σε εκείνο που επί των ημερών μας αποκλήθηκε ολοκληρωτικό κράτος ή στρατιωτικό κράτος αυτό είναι εύκολο. Απλώς, κρατάτε ένα ρόπαλο πάνω από τα κεφάλια τους και εάν παρεκκλίνουν, τους το κοπανάτε στο κεφάλι. Αλλά καθώς η κοινωνία γίνεται όλο πιο ελεύθερη και δημοκρατική, χάνετε αυτή την ικανότητα. Συνεπώς, πρέπει να στραφείτε στις τεχνικές της προπαγάνδας. Η λογική είναι σαφής. Η προπαγάνδα είναι για τη Δημοκρατία ό,τι το ρόπαλο σε ένα ολοκληρωτικό κράτος. Αυτό είναι σοφό και καλό διότι, και πάλι, τα κοινά συμφέροντα διαφεύγουν από το ζαλισμένο κοπάδι. Αυτοί, του κοπαδιού, δε μπορούν καν να τα σκεφτούν.
http://gfragoulis.blogspot.com/
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ-ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ρόλος των ΜΜΕ στη σύγχρονη πολιτική μας αναγκάζει να θέσουμε το ερώτημα, σε τι είδους κόσμο και σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζούμε, και συγκεκριμένα, με ποια έννοια της Δημοκρατίας θέλουμε η κοινωνία μας να είναι μια δημοκρατική κοινωνία; Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με την αντιπαράθεση δυο διαφορετικών αντιλήψεων περί Δημοκρατίας.
Η μια αντίληψη της Δημοκρατίας πρεσβεύει ότι η δημοκρατική κοινωνία είναι αυτή στην οποία οι πολίτες έχουν τα μέσα για να συμμετέχουν κατά ένα σημαντικό τρόπο στη διαχείριση των υποθέσεων τους και τα μέσα ενημέρωσης είναι ελεύθερα και ανοιχτά για όλους. Αν ψάξετε στο λεξικό για τη λέξη Δημοκρατία θα βρείτε ένα ορισμό που θα είναι κάπως έτσι. Μια εναλλακτική αντίληψη της Δημοκρατίας είναι αυτή όπου οι πολίτες πρέπει να είναι αποκλεισμένοι από τη διαχείριση των υποθέσεων τους και τα μέσα ενημέρωσης να είναι πολύ αυστηρά ελεγχόμενα. Η δεύτερη μπορεί να ακούγεται σα μια παράξενη αντίληψη για τη Δημοκρατία, αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτή είναι η επικρατούσα αντίληψη. Στη πραγματικότητα, αυτή η αντίληψη υπάρχει εδώ και πολύ καιρό, όχι μόνο στη πράξη, αλλά ακόμη και στη θεωρία.
Η ιστορία της πάει πίσω στις πρώτες σύγχρονες δημοκρατικές επαναστάσεις στην Αγγλία του 17 ου αιώνα, η οποία κατά πολύ εκφράζει αυτή την αντίληψη.
Ας αρχίσουμε με το πρώτο κρατικό εγχείρημα προπαγάνδας. Αυτό έγινε υπό την κυβέρνηση του Γούντροου Ουίλσον. Ο Ουίλσον εκλέχτηκε πρόεδρος το 1916 με την κομματική διακήρυξη «Ειρήνη Χωρίς Νίκη». Αυτό έγινε ακριβώς στη μέση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο πληθυσμός είχε άκρως ειρηνιστικές ιδέες και πίστευε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμμετέχει σε ένα Ευρωπαϊκό πόλεμο. Η Κυβέρνηση του Ουίλσον ήταν στη πραγματικότητα δεσμευμένη στο πόλεμο και έπρεπε να κάνει κάτι γι΄ αυτό. Ίδρυσε μια κυβερνητική επιτροπή προπαγάνδας, την αποκαλούμενη Επιτροπή Κρίλ η οποία πέτυχε, μέσα σε έξι μήνες, να μετατρέψει τον φιλειρηνικό πληθυσμό σε υστερικούς πολεμοκάπηλους που ήθελαν να καταστρέψουν καθετί Γερμανικό, να ξεσκίσουν τους Γερμανούς απ΄ άκρου εις άκρο, να πάνε στο πόλεμο και να σώσουν τον κόσμο. Αυτό ήταν μεγάλο κατόρθωμα το οποίο οδήγησε σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κατόρθωμα. Ακριβώς εκείνο τον καιρό και μετά το πόλεμο οι ίδιες τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν για να διεγείρουν ένα υστερικό Κόκκινο Φόβο, όπως ονομάστηκε, ο οποίος κατάφερε πολύ καλά να καταστρέψει τα συνδικάτα και να εξαλείψει τέτοια επικίνδυνα προβλήματα όπως η Ελευθερία του Τύπου και της πολιτικής σκέψης. Υπήρξε πολύ ισχυρή υποστήριξη από τα ΜΜΕ, από το επιχειρηματικό κατεστημένο, που για την ακρίβεια οργάνωσε και έφερε σε πέρας το μεγαλύτερο μέρος του έργου αυτού το οποίο αποτέλεσε, γενικά, μια μεγάλη επιτυχία.
Μέσα σε αυτούς που πήραν μέρος δυναμικά και με ενθουσιασμό στον πόλεμο του Ουίλσον ήταν οι προοδευτικοί διανοούμενοι, άνθρωποι του κύκλου του Τζων Ντιούι, που αισθάνονται μεγάλη περηφάνια, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και από τα γραπτά τους εκείνου του καιρού, διότι κατάφεραν να δείξουν πως αυτοί που ονόμαζαν «τα πιο έξυπνα μέλη της κοινωνίας», δηλαδή οι ίδιοι, ήταν ικανοί να οδηγήσουν ένα απρόθυμο πληθυσμό σε πόλεμο, τρομοκρατώντας τον και προκαλώντας σοβινιστικό φανατισμό. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν γι΄ αυτό ήταν εκτεταμένα. Για παράδειγμα, υπήρχε μια σοβαρή προσπάθεια να κατασκευάσουν ωμότητες για τους Ούννους, μικρά παιδιά στο Βέλγιο με τα χέρια τους κομμένα, όλα τα απαίσια πράγματα που ακόμη διαβάζουμε στα ιστορικά βιβλία. Πολλά από αυτά ήταν εφευρέσεις του βρετανικού υπουργείου Προπαγάνδας, του οποίου η δέσμευση εκείνο τον καιρό, όπως το τοποθετούν στις μυστικές τους διαβουλεύσεις, ήταν να «κατευθύνει τις σκέψεις του περισσότερου κόσμου». Αλλά ακόμη πιο αποφασιστικά ήθελαν να ελέγχουν τη σκέψη των πιο έξυπνων ατόμων της κοινωνίας των ΗΠΑ, που θα μπορούσαν τότε να διασπείρουν τη προπαγάνδα την οποία κατασκεύαζαν και να μετατρέψουν τη φιλειρηνική χώρα σε υστερική υπέρ του πολέμου. Αυτό απέδωσε. Απέδωσε πολύ καλά. Και έδωσε ένα μάθημα: η κρατική προπαγάνδα, όταν υποστηρίζεται από τις μορφωμένες τάξεις και καμιά εκτροπή δεν επιτρέπεται από αυτή, μπορεί να έχει μεγάλα αποτελέσματα. Ήταν ένα μάθημα που έμαθε ο Χίτλερ και πολλοί άλλοι και το εφαρμόζουν μέχρι σήμερα.
Η Δημοκρατία του Θεατή.
Άλλη μια ομάδα που εντυπωσιάστηκε από αυτές τις επιτυχίες ήταν οι θεωρητικοί της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και οι μεγάλες μορφές των ΜΜΕ, όπως για παράδειγμα ο Ουόλτερ Λίπμαν, ο «προκαθήμενος» των Αμερικανών δημοσιογράφων, ένας μεγάλος επικριτής της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και επίσης ένας μεγάλος θεωρητικός της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αν διαβάσετε τη συλλογή δοκιμίων του θα δείτε ότι τιτλοφορούνται κάπως έτσι: «Μια προοδευτική θεωρία για τη Φιλελεύθερη Δημοκρατική Σκέψη». Ο Λίπμαν αναμείχθηκε με αυτές τις επιτροπές προπαγάνδας και αναγνώρισε τα κατορθώματα τους. Υποστήριξε ότι αυτό που ονόμαζε μια «επανάσταση στη τέχνη της Δημοκρατίας» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να «κατασκευάσουν συγκαταθέσεις», δηλαδή να πείσουν το κομμάτι εκείνων των πολιτών για πράγματα που διαφωνούσε με τη βοήθεια καινούργιων τεχνικών προπαγάνδας. Ακόμη σκέφθηκε ότι αυτό ήταν καλή ιδέα, για την ακρίβεια, ήταν αναγκαίο. Ήταν αναγκαίο γιατί, όπως το έθεσε, «τα κοινά συμφέροντα διαφεύγουν από την κοινή γνώμη τελείως» και μπορεί μόνο να τα καταλάβει και να τα χειριστεί μια «ειδικευμένη ομάδα» από «υπεύθυνους ανθρώπους» οι οποίοι είναι αρκετά έξυπνοι για να τα καταφέρουν. Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι μόνο μια μικρή επίλεκτη ομάδα, η κοινότητα των διανοουμένων, για την οποία οι άνθρωποι του Ντιούι μιλούσαν, μπορούσε να κατανοήσει τα κοινά συμφέροντα, για τα οποία όλοι νοιαζόμαστε, και ότι αυτά τα πράγματα «διαφεύγουν από την κοινή γνώμη». Αυτή είναι μια άποψη που γυρνάει εκατοντάδες χρόνια πίσω. Είναι επίσης μια τυπική λενινιστική άποψη. Πράγματι, μοιάζει πάρα πολύ με τη λενινιστική αντίληψη όπου μια πρωτοπορία από επαναστάτες διανοούμενους αναλαμβάνει τη κρατική εξουσία, χρησιμοποιώντας λαϊκές επαναστάσεις, ως τη δύναμη που θα τους έφερνε στην εξουσία και οδηγώντας μετά τις ηλίθιες μάζες σε ένα μέλλον που είναι πολύ χαζές και ανίκανες να οραματιστούν για τους εαυτούς τους. Η φιλελεύθερη αντίληψη περί Δημοκρατίας και ο Μαρξισμός-Λενινισμός έχουν πολύ κοντινές ιδεολογικές υποθέσεις. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν να σύρονται εύκολα από τη μια θέση στην άλλη, χωρίς να νιώθουν κάποιο αίσθημα αλλαγής. Είναι μόνο ένα ζήτημα εκτίμησης που βρίσκεται η δύναμη. Μπορεί να γίνει μια λαϊκή επανάσταση, και αυτό θα μας κάνει να αναλάβουμε την κρατική εξουσία, αλλά μπορεί και να μη γίνει, και σε αυτή τη περίπτωση θα δουλέψουμε για τους ανθρώπους με αληθινή δύναμη: το επιχειρηματικό κατεστημένο. Αλλά εμείς θα κάνουμε το ίδιο ακριβώς πράγμα: θα οδηγούμε τις ηλίθιες μάζες σε ένα κόσμο που είναι πολύ χαζές να τον κατανοήσουν μόνες τους.
Ο Λίπμαν το υποστήριξε αυτό με μια πολύ καλά επεξεργασμένη θεωρία για τη σύγχρονη Δημοκρατία. Υποστήριξε ότι σε μια Δημοκρατία που λειτουργεί σωστά, υπάρχουν τάξεις πολιτών. Υπάρχει πρώτ΄ απόλα, η τάξη των πολιτών που πρέπει να συμμετέχουν ενεργητικά στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Αυτή είναι η ειδικευμένη τάξη. Είναι οι άνθρωποι που αναλύουν, εκτελούν, παίρνουν αποφάσεις και διαχειρίζονται τα πράγματα στα πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά συστήματα. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Φυσικά, οποιοσδήποτε προτείνει αυτές τις ιδέες πάντα είναι μέλος αυτής της μικρής ομάδας, και μιλά για τι θάπρεπε να κάνουν γι΄ αυτούς τους άλλους. Αυτούς τους άλλους, αυτούς έξω από τη μικρή ομάδα, τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, το «κοπάδι που τάχει χαμένα» όπως έλεγε ο Λίπμαν. Πρέπει να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από το «ποδοπάτημα και το βρυχηθμό του ζαλισμένου κοπαδιού». Τώρα υπάρχουν δυο «λειτουργίες» σε μια Δημοκρατία: η ειδικευμένη τάξη, οι υπεύθυνοι άνθρωποι διεξάγουν την εκτελεστική λειτουργία, που σημαίνει ότι αυτοί είναι που σκέφτονται, σχεδιάζουν και καταλαβαίνουν τα κοινά συμφέροντα. Μετά είναι και το ζαλισμένο κοπάδι, κι αυτό έχει μια λειτουργία στη Δημοκρατία. Η λειτουργία του σε μια Δημοκρατία, είπε, συνίσταται στο να αποτελεί τους «θεατές» και όχι τους συμμετέχοντες στη δράση. Αλλά έχει κάτι περισσότερο από αυτή τη λειτουργία, γιατί υπάρχει Δημοκρατία. Περιστασιακά επιτρέπεται να ρίχνει το βάρος του στο ένα ή το άλλο μέλος της ειδικευμένης τάξης. Με άλλα λόγια, επιτρέπεται στα μέλη του κοπαδιού να πουν, «σε θέλουμε για αρχηγό μας» ή «θέλουμε εσένα για αρχηγό μας». Κι αυτό επειδή υπάρχει Δημοκρατία και όχι απολυταρχία. Αυτό λέγεται εκλογές. Αλλά αφού έχουν εκλέξει το ένα ή το άλλο μέλος της ειδικευμένης τάξης υποτίθεται ότι βυθίζονται πάλι και γίνονται θεατές της δράσης και όχι συμμετέχοντες. Αυτή είναι μια Δημοκρατία που λειτουργεί σωστά.
Και υπάρχει λογική σ΄ αυτό. Υπάρχει ακόμα ένα είδος αναγκαστικής ηθικής αρχής. Η αναγκαστική ηθική αρχή είναι ότι η μάζα του κοινού είναι πολύ ηλίθια για να μπορεί να κατανοεί τα πράγματα. Εάν επιχειρήσουν αυτοί οι άνθρωποι να συμμετέχουν στη διαχείριση των δικών τους υποθέσεων, το μόνο που θα προκαλέσουν είναι προβλήματα. Συνεπώς, θα ήταν ανήθικο και μη αρμόζον να τους επιτρέψουμε να το κάνουν. Πρέπει να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι, να μην επιτρέψουμε στο ζαλισμένο κοπάδι να οργιστεί και να τσαλαπατήσει και να καταστρέψει πράγματα. Είναι ακριβώς η ίδια λογική που λέει ότι δεν είναι σωστό να αφήνεις ένα τρίχρονο παιδί να τρέχει μέσα στο δρόμο. Δε παρέχεις σε ένα παιδί τριών χρονών αυτό το είδος της ελευθερίας, διότι δε ξέρει πώς να χειριστεί αυτή την ελευθερία. Αντίστοιχα, δεν επιτρέπεις στο ζαλισμένο κοπάδι να συμμετέχει στη δράση. Θα προκαλέσει μπελάδες.
Έτσι χρειαζόμαστε κάτι να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι, και αυτό το κάτι είναι η νέα επανάσταση στη τέχνη της Δημοκρατίας: η κατασκευή συναίνεσης. Τα μέσα ενημέρωσης, τα σχολεία και η λαϊκή κουλτούρα πρέπει να καταμεριστούν. Για τη πολιτική τάξη και αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις πρέπει να εξασφαλίσουμε μια ανεκτή αίσθηση της πραγματικότητας, αν και σ΄ αυτούς πρέπει να ενσταλαχθούν οι κατάλληλες πεποιθήσεις. Όμως θυμηθείτε, υπάρχει μια μη εκφρασμένη προϋπόθεση εδώ. Η μη εκφρασμένη προϋπόθεση-που ακόμη και οι υπεύθυνοι άνθρωποι πρέπει να την αποκρύπτουν από τους εαυτούς τους-σχετίζεται με το ερώτημα πως θα τα καταφέρουν να κερδίσουν την εξουσία ώστε να παίρνουν τις αποφάσεις. Ο τρόπος για να το πετύχουν είναι, βεβαίως, με το να υπηρετούν τους ανθρώπους που έχουν αληθινή δύναμη. Οι άνθρωποι με αληθινή δύναμη είναι οι κατέχοντες την κοινωνία, μια πολύ μικρή ομάδα. Εάν η τάξη των ειδικών μπορεί να συναινέσει και να πει, «εγώ μπορώ να εξυπηρετήσω τα συμφέροντα σας», τότε τα μέλη της θα γίνουν τμήμα της ομάδας των εκτελεστικών στελεχών. Αλλά θα πρέπει να κρατηθεί ήσυχη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τους έχουμε ενσταλάξει πεποιθήσεις και δόγματα ότι θα υπηρετούν τα συμφέροντα της ιδιωτικής εξουσίας. Εάν δεν μπορούν να αναπτύξουν αυτή την ικανότητα, δε θα ενταχθούν στη τάξη των ειδικών. Έτσι έχουμε ένα είδος εκπαιδευτικού συστήματος που απευθύνεται στους υπεύθυνους ανθρώπους, στη τάξη των ειδικών. Πρέπει να εμποτιστούν βαθιά με τις αξίες και τα συμφέροντα της ιδιωτικής εξουσίας και του κρατικοεταιρικού συμπλέγματος που τα αντιπροσωπεύει. Εάν μπορέσουν να το επιτύχουν, μπορούν να ενταχθούν στην τάξη των ειδικών. Οι υπόλοιποι του ζαλισμένου κοπαδιού θα πρέπει να αποπροσανατολιστούν. Να στρέψουμε τη προσοχή τους σε κάτι άλλο. Να τους κρατήσουμε μακριά από μπελάδες. Να σιγουρέψουμε ότι θα παραμείνουν, κυρίως, θεατές της δράσης, που κατά περιόδους θα δανείζουν τη δύναμη τους στον ένα ή στον άλλο πραγματικό ηγέτη, που επιλέγεται, ίσως, από τις γραμμές τους.
Αυτή η άποψη έχει αναπτυχθεί από πολλούς άλλους ανθρώπους. Στη πραγματικότητα, είναι πολύ συμβατική. Για παράδειγμα, ο εξέχων θεολόγος και επικριτής της εξωτερικής πολιτικής Ράινχολντ Νίμπουρ, που μερικές φορές αποκαλούνταν «ο θεολόγος του κατεστημένου», ο γκουρού Τζωρτζ Κέναν και οι διανοούμενοι του Κένεντι αποφάνθηκαν ότι ο ορθολογισμός είναι μια ικανότητα που περιορίζεται σε πολύ στενό κύκλο ανθρώπων. Οι περισσότεροι άνθρωποι καθοδηγούνται από το συναίσθημα και την παρόρμηση. Εκείνοι από εμάς που έχουν ορθολογισμό πρέπει να δημιουργήσουν τις «αναγκαίες ψευδαισθήσεις» και το συγκινησιακό δυναμικό των «υπεραπλουστεύσεων» για να κρατήσουν τα απλοϊκά κουτορνίθια λίγο πολύ σε συντεταγμένη πορεία. Αυτό έγινε ουσιώδες τμήμα της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Χάρολντ Λάσγουελ, ιδρυτής του σύγχρονου επιστημονικού κλάδου της επικοινωνίας και ένας από τους εξέχοντες Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, εξήγησε ότι, δεν θα έπρεπε να υποκύψουμε στους «δημοκρατικούς δογματισμούς ότι οι άνθρωποι είναι οι καλύτεροι κριτές των συμφερόντων τους». Διότι δεν είναι. Εμείς είμαστε οι καλύτεροι κριτές των δημοσίων συμφερόντων. Συνεπώς, εκτός της συνηθισμένης ηθικότητας, πρέπει να σιγουρέψουμε ότι δε θα έχουν την ευκαιρία να δράσουν στη βάση των εσφαλμένων εκτιμήσεων τους. Σε εκείνο που επί των ημερών μας αποκλήθηκε ολοκληρωτικό κράτος ή στρατιωτικό κράτος αυτό είναι εύκολο. Απλώς, κρατάτε ένα ρόπαλο πάνω από τα κεφάλια τους και εάν παρεκκλίνουν, τους το κοπανάτε στο κεφάλι. Αλλά καθώς η κοινωνία γίνεται όλο πιο ελεύθερη και δημοκρατική, χάνετε αυτή την ικανότητα. Συνεπώς, πρέπει να στραφείτε στις τεχνικές της προπαγάνδας. Η λογική είναι σαφής. Η προπαγάνδα είναι για τη Δημοκρατία ό,τι το ρόπαλο σε ένα ολοκληρωτικό κράτος. Αυτό είναι σοφό και καλό διότι, και πάλι, τα κοινά συμφέροντα διαφεύγουν από το ζαλισμένο κοπάδι. Αυτοί, του κοπαδιού, δε μπορούν καν να τα σκεφτούν.
http://gfragoulis.blogspot.com/
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ-ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.